Χοληστερόλη και Αλτσχάιμερ: Οι τιμές που αποκαλύπτουν τον κίνδυνο και τι εξηγεί Έλληνας επιστήμονας
Η έρευνα στηρίχθηκε σε δείγματα αίματος που ελήφθησαν από 822 άτομα άνω των 60 ετών, την περίοδο 1985-1988, τα οποία παρακολουθήθηκαν για πάνω από 30 χρόνια.

Η νόσος Αλτσχάιμερ αποτελεί μία από τις μεγαλύτερες προκλήσεις για τη δημόσια υγεία, καθώς επηρεάζει εκατομμύρια ανθρώπους σε όλο τον κόσμο και η συχνότητά της αναμένεται να αυξηθεί σημαντικά τις επόμενες δεκαετίες. Υπολογίζεται ότι το 2019 ζούσαν με άνοια περίπου 57,4 εκατομμύρια άτομα, ενώ οι προβλέψεις δείχνουν πως μέχρι το 2050 ο αριθμός αυτός μπορεί να ξεπεράσει τα 152 εκατομμύρια.
Αν και η ακριβής αιτία της νόσου παραμένει μυστήριο, οι επιστήμονες εστιάζουν πλέον σε παράγοντες που σχετίζονται με τον τρόπο ζωής και την καρδιαγγειακή υγεία. Μία νέα μελέτη του Πανεπιστημίου του Τέξας στο Σαν Αντόνιο, με επικεφαλής τον Έλληνα ερευνητή Δρ. Σωκράτη Χαρίση, έρχεται να ρίξει φως σε έναν πιθανό μηχανισμό που συνδέει τη χοληστερόλη με την εμφάνιση της Αλτσχάιμερ. Η έρευνα, βασισμένη στη γνωστή Framingham Heart Study και δημοσιευμένη στο περιοδικό Neurology, δείχνει πως οι δείκτες λιπιδίων στο αίμα μπορούν να αποτελέσουν προγνωστικό εργαλείο για την ασθένεια.
Σύμφωνα με τον Δρ. Χαρίση και την επιστημονική του ομάδα, τα αυξημένα επίπεδα μικρών, πυκνών σωματιδίων LDL χοληστερόλης (sdLDL-C) – της γνωστής «κακής» χοληστερόλης – συνδέονται με 21% μεγαλύτερο κίνδυνο εκδήλωσης της νόσου. Αντίθετα, υψηλότερες τιμές της λιποπρωτεΐνης ApoB48 φαίνεται να μειώνουν τον κίνδυνο κατά 22%. Ένα απροσδόκητο εύρημα της μελέτης είναι ότι άτομα με χαμηλότερα επίπεδα HDL-C, της λεγόμενης «καλής» χοληστερόλης, είχαν μικρότερη πιθανότητα να εμφανίσουν Αλτσχάιμερ, γεγονός που θεωρείται παράδοξο.
«Τα αποτελέσματα καταδεικνύουν την πολυπλοκότητα της σχέσης των λιπιδίων του αίματος με την υγεία του εγκεφάλου και της καρδιάς. Είναι πιθανό κάποια λιπίδια να επιδρούν διαφορετικά στις καρδιαγγειακές παθήσεις απ’ ό,τι στις νευροεκφυλιστικές διεργασίες», τονίζει ο Δρ. Χαρίσης.
Η έρευνα στηρίχθηκε σε δείγματα αίματος που ελήφθησαν από 822 άτομα άνω των 60 ετών, την περίοδο 1985-1988, τα οποία παρακολουθήθηκαν για πάνω από 30 χρόνια. Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου, 128 από τους συμμετέχοντες διαγνώστηκαν με Αλτσχάιμερ. Η ανάλυση έδειξε ότι όσοι βρίσκονταν στο χαμηλότερο τεταρτημόριο της HDL-C είχαν 44% λιγότερες πιθανότητες να αναπτύξουν τη νόσο, ενώ οι συμμετέχοντες με χαμηλότερες τιμές sdLDL-C είχαν 38% μικρότερο κίνδυνο.
Παρότι η έρευνα έχει περιορισμούς – όπως το ότι τα δείγματα αίματος συλλέχθηκαν μόνο μία φορά και όλοι οι συμμετέχοντες ήταν λευκοί – τα αποτελέσματα ανοίγουν τον δρόμο για μελλοντικές στρατηγικές πρόληψης που θα στοχεύουν στη διαχείριση των λιπιδίων με στόχο όχι μόνο την καρδιακή υγεία, αλλά και τη γνωστική λειτουργία. Όπως αναφέρει η ομάδα, «οι παρατηρούμενες συσχετίσεις ενισχύουν την ιδέα ότι τα μονοπάτια μεταβολισμού των λιποπρωτεϊνών ενδέχεται να σχετίζονται με την παθοφυσιολογία της άνοιας».
Ακολουθήστε το PostNow.gr στο Facebook για να μαθαίνετε πρώτοι τα νέα!